ποδάνιπτρον: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(Autenrieth)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[νίπτω]]): [[water]] [[for]] [[washing]] the feet, Od. 19.343 and 504.
|auten=([[νίπτω]]): [[water]] [[for]] [[washing]] the feet, Od. 19.343 and 504.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[νερό]] για το [[πλύσιμο]] τών ποδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[νίπτρον]] (<span style="color: red;"><</span> [[νίζω]] / [[νίπτω]]) μέσω αμάρτυρου τύπου <i>ποδαπό</i>-<i>νιπτρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόνιπτρον]] «[[απόπλυμα]], [[βρομόνερο]]») με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφορεύς]]: [[ἀμφιφορεύς]]). Ο τ. [[ποδόνιπτρον]] [[είναι]] μτγν.].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδᾰνιπτρον Medium diacritics: ποδάνιπτρον Low diacritics: ποδάνιπτρον Capitals: ΠΟΔΑΝΙΠΤΡΟΝ
Transliteration A: podániptron Transliteration B: podaniptron Transliteration C: podaniptron Beta Code: poda/niptron

English (LSJ)

τό,

   A water for washing the feet in, mostly pl., Od.19.504; π. ποδῶν ib.343: sg., π. ἐκχεῖν Ar.Fr.306; dub. in Com.Adesp.35 (cod. Et.Gen.):—later ποδόνιπτρον, Ph.2.472, J.AJ 8.2.5, Iamb.Protr.21.ιά.

German (Pape)

[Seite 642] τό, Wasser, die Füße damit zu waschen, Fußwasser; im plur. Od. 19, 504; auch ποδάνιπτρα ποδῶν, 19, 343; später auch ποδόνιπτρον, vgl. Lob. Phryn. 689.

Greek (Liddell-Scott)

ποδάνιπτρον: [ᾰ], τό, (νίζω) ὕδωρ πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Τ. 504· π. ποδῶν Τ. 343 ἐν τῷ ἑνικ., π. ἐκχεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἴδε τὸ προηγ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau d’un bain de pieds.
Étymologie: πούς, νίπτω.

English (Autenrieth)

(νίπτω): water for washing the feet, Od. 19.343 and 504.

Greek Monolingual

τὸ, Α
νερό για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίπτρον (< νίζω / νίπτω) μέσω αμάρτυρου τύπου ποδαπό-νιπτρον (< πούς, ποδός + ἀπόνιπτρον «απόπλυμα, βρομόνερο») με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς). Ο τ. ποδόνιπτρον είναι μτγν.].