οἰνοπότης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(T22)
(28)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὀινοποτου, ὁ ([[οἶνος]], and [[πότης]] a drinker), a winebibber, given to [[wine]]: [[Polybius]] 20,8, 2; [[Anacreon]] (530 B.C.>) [[fragment]] 98; Anthol. 7,28, 2.)  
|txtha=ὀινοποτου, ὁ ([[οἶνος]], and [[πότης]] a drinker), a winebibber, given to [[wine]]: [[Polybius]] 20,8, 2; [[Anacreon]] (530 B.C.>) [[fragment]] 98; Anthol. 7,28, 2.)  
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. οινοπότις (Α [[οἰνοπότης]], θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)<br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[οινοποσία]], που του αρέσει να πίνει [[κρασί]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>γαλακτο</i>-[[πότης]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπότης Medium diacritics: οἰνοπότης Low diacritics: οινοπότης Capitals: ΟΙΝΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: oinopótēs Transliteration B: oinopotēs Transliteration C: oinopotis Beta Code: oi)nopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wine-bibber, Anacr.97, Call.Epigr.37, Plb. 20.8.2, LXXPr.23.20, Ev.Matt.11.19 :—fem. οἰνόποτ-ις, ιδος, ἡ, Anacr.162, Ar.Th.393 (v. οἰνοπίπης).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων οἶνον, Ἀνακρ. 98, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 37, Πολύβ. 20. 8, 2 - θηλ. οἰνοπότις, -ιδος, ἡ, Ἀνακρ. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 393 (ἴδε οἰνοπίπης).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buveur de vin.
Étymologie: οἶνος, πίνω.

English (Strong)

from οἶνος and a derivative of the alternate of πίνω; a tippler: winebibber.

English (Thayer)

ὀινοποτου, ὁ (οἶνος, and πότης a drinker), a winebibber, given to wine: Polybius 20,8, 2; Anacreon (530 B.C.>) fragment 98; Anthol. 7,28, 2.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. οινοπότις (Α οἰνοπότης, θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)
αυτός που ρέπει προς την οινοποσία, που του αρέσει να πίνει κρασί, μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γαλακτο-πότης.