παλαγμός: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6_14) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλαγμός''': ὁ, [[ῥαντισμός]], ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340. | |lstext='''πᾰλαγμός''': ὁ, [[ῥαντισμός]], ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλαγμός]], ὁ (Α) [[παλάσσω]] (Ι)]<br />[[ράντισμα]], [[πιτσίλισμα]] («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ [[Ζεὺς]] καταστάξας χειροῑν», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαγμός: ὁ, ῥαντισμός, ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340.
Greek Monolingual
παλαγμός, ὁ (Α) παλάσσω (Ι)]
ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.).