ξανθύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(6_20)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθύνομαι''': παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ξανθός]], Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 15, 6.
|lstext='''ξανθύνομαι''': παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ξανθός]], Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 15, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξανθύνομαι]] (Α) [[ξανθός]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ξανθός]], [[σκουραίνω]].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθύνομαι Medium diacritics: ξανθύνομαι Low diacritics: ξανθύνομαι Capitals: ΞΑΝΘΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: xanthýnomai Transliteration B: xanthynomai Transliteration C: ksanthynomai Beta Code: canqu/nomai

English (LSJ)

Pass.,

   A become brown, Thphr.HP3.15.6.

German (Pape)

[Seite 275] = ξανθόομαι, Theophr., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθύνομαι: παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ξανθός, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 15, 6.

Greek Monolingual

ξανθύνομαι (Α) ξανθός
είμαι ή γίνομαι ξανθός, σκουραίνω.