Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξεναγία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_11)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενᾱγία''': ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ ξεναγοῦ, ἡ ἐπὶ μισθοφορικοῦ σώματος ἀρχηγία, Ἀππ. Ἰβηρ. 44. 2) «[[σύνταγμα]] παρὰ Κρησί. καὶ ὁ ἡγεμὼν τούτων ξεναγὸς» Α. Β. 284. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν ξένους, Ἡλιόδ. 7. 13.
|lstext='''ξενᾱγία''': ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ ξεναγοῦ, ἡ ἐπὶ μισθοφορικοῦ σώματος ἀρχηγία, Ἀππ. Ἰβηρ. 44. 2) «[[σύνταγμα]] παρὰ Κρησί. καὶ ὁ ἡγεμὼν τούτων ξεναγὸς» Α. Β. 284. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν ξένους, Ἡλιόδ. 7. 13.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α ξεναγια) [[ξεναγός]]<br />η [[περιήγηση]], η [[κατατόπιση]] και η [[εξυπηρέτηση]] τών ξένων σε μια [[χώρα]], [[ξενάγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αρχηγία]] μισθοφορικών στρατευμάτων<br /><b>2.</b> (στους Κρήτες) [[σύνταγμα]]<br /><b>3.</b> [[δύναμη]] δύο ψιλαγιών, [[δηλαδή]] σωμάτων με 250 [[ελαφρά]] οπλισμένους στρατιώτες στο καθένα.
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενᾱγία Medium diacritics: ξεναγία Low diacritics: ξεναγία Capitals: ΞΕΝΑΓΙΑ
Transliteration A: xenagía Transliteration B: xenagia Transliteration C: ksenagia Beta Code: cenagi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of ξεναγός, command of a body of mercenaries, Id.Hisp.44.    2 = σύνταγμα, Ael.Tact.9.4, Arr.Tact.10.3.    b force of two ψιλαγίαι, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.4, prob. in Ascl. Tact.6.3.    II guiding of strangers, Hld.7.13.

German (Pape)

[Seite 275] ἡ, 1) das Herumführen der Fremden, Hel. 7, 13. – 2) das Amt eines ξεναγός, Befehl über ein Heer von Miethstruppen, Sp. – Nach B. A. 284 auch σύνταγμα παρὰ Κρησί, eine bestimmte Heeresabtheilung.

Greek (Liddell-Scott)

ξενᾱγία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ξεναγοῦ, ἡ ἐπὶ μισθοφορικοῦ σώματος ἀρχηγία, Ἀππ. Ἰβηρ. 44. 2) «σύνταγμα παρὰ Κρησί. καὶ ὁ ἡγεμὼν τούτων ξεναγὸς» Α. Β. 284. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν ξένους, Ἡλιόδ. 7. 13.

Greek Monolingual

η (Α ξεναγια) ξεναγός
η περιήγηση, η κατατόπιση και η εξυπηρέτηση τών ξένων σε μια χώρα, ξενάγηση
αρχ.
1. η αρχηγία μισθοφορικών στρατευμάτων
2. (στους Κρήτες) σύνταγμα
3. δύναμη δύο ψιλαγιών, δηλαδή σωμάτων με 250 ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες στο καθένα.