ξυρήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_18)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυρήσιμος''': -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει [[ξυρήκης]].
|lstext='''ξυρήσιμος''': -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει [[ξυρήκης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυρήσιμος]], -ον (Α) [[ξυρησις]]<br />αυτός που έχει [[ανάγκη]] από [[ξύρισμα]] ή που [[είναι]] [[επιδεκτικός]] ξυρίσματος.
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρήσιμος Medium diacritics: ξυρήσιμος Low diacritics: ξυρήσιμος Capitals: ΞΥΡΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: xyrḗsimos Transliteration B: xyrēsimos Transliteration C: ksyrisimos Beta Code: curh/simos

English (LSJ)

ον,

   A fit for shaving, Ael.Dion.Fr.265.

German (Pape)

[Seite 282] scheerbar, der Schur bedürftig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξυρήσιμος: -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει ξυρήκης.

Greek Monolingual

ξυρήσιμος, -ον (Α) ξυρησις
αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος.