οἰάκισμα: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
(6_3)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰάκισμα''': [ᾱ], τό, τὸ οἰακίζειν, κυβερνᾶν, Διόδοτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 12. - οἰακισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζιανζ.
|lstext='''οἰάκισμα''': [ᾱ], τό, τὸ οἰακίζειν, κυβερνᾶν, Διόδοτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 12. - οἰακισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζιανζ.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[οἰάκισμα]]) [[οιακίζω]]<br /><b>1.</b> ο [[χειρισμός]] του οίακα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρόπος]] διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς [[οἰάκισμα]] πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκισμα Medium diacritics: οἰάκισμα Low diacritics: οιάκισμα Capitals: ΟΙΑΚΙΣΜΑ
Transliteration A: oiákisma Transliteration B: oiakisma Transliteration C: oiakisma Beta Code: oi)a/kisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A steering, governing, Trag.Adesp.287 ; regimen, Gloss.

German (Pape)

[Seite 297] τό, das Steuern, Lenken, D. L. 9, 12.

Greek (Liddell-Scott)

οἰάκισμα: [ᾱ], τό, τὸ οἰακίζειν, κυβερνᾶν, Διόδοτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 12. - οἰακισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζιανζ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἰάκισμα) οιακίζω
1. ο χειρισμός του οίακα
2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).