οἰοβουκόλος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui fait paître les brebis <i>ou</i> aux pâtres solitaires.<br />'''Étymologie:''' [[οἶς]], [[βουκόλος]] <i>ou</i> [[οἶος]], [[βουκόλος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui fait paître les brebis <i>ou</i> aux pâtres solitaires.<br />'''Étymologie:''' [[οἶς]], [[βουκόλος]] <i>ou</i> [[οἶος]], [[βουκόλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰοβουκόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Αργό που είχε την [[εντολή]] να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή [[αγελάδα]] («ποῑον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[βουκόλος]] «[[βοσκός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.
Greek (Liddell-Scott)
οἰοβουκόλος: -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως βουκόλος, δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait paître les brebis ou aux pâtres solitaires.
Étymologie: οἶς, βουκόλος ou οἶος, βουκόλος.
Greek Monolingual
οἰοβουκόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῑον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»].