ὀθόνινος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />de linge fin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀθόνη]]. | |btext=η, ον :<br />de linge fin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀθόνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀθόνινος]], -ίνη, -ον) [[οθόνη]]<br />κατασκευασμένος από [[λεπτό]] λινό ύφασμα, [[πάνινος]], [[λινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὀθόνινον [[πρόσωπον]]»<br />(στον Πλατ.) [[προσωπείο]], [[προσωπίδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of fine linen, Luc.Alex.12, 15 ; πρόσωπον Pl.Com.142.
German (Pape)
[Seite 296] von Leinwand, Luc. Alex. 12, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ὀθόνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεπτοῦ λινοῦ ὑφάσματος, πρβλ. πρόσωπον ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de linge fin.
Étymologie: ὀθόνη.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀθόνινος, -ίνη, -ον) οθόνη
κατασκευασμένος από λεπτό λινό ύφασμα, πάνινος, λινός
αρχ.
φρ. «ὀθόνινον πρόσωπον»
(στον Πλατ.) προσωπείο, προσωπίδα.