ὀλβία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
(28)
(28)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Ὀλβία, ἡ (Α) [[όλβος]]<br />[[ονομασία]] διαφόρων αρχαίων [[πόλεων]], από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η ομώνυμη [[αποικία]] τών Μιλησίων στη [[Σκυθία]], που ιδρύθηκε [[περί]] το 645 π.Χ.
|mltxt=Ὀλβία, ἡ (Α) [[όλβος]]<br />[[ονομασία]] διαφόρων αρχαίων [[πόλεων]], από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η ομώνυμη [[αποικία]] τών Μιλησίων στη [[Σκυθία]], που ιδρύθηκε [[περί]] το 645 π.Χ.
}}
{{grml
|mltxt=[[Ὄλβια]] και [[Ὄλπια]], τὰ (Α)<br />(αρχαιότ. τ. του <i>Ἄλπια</i>) οι 'Αλπεις.
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβία Medium diacritics: ὀλβία Low diacritics: ολβία Capitals: ΟΛΒΙΑ
Transliteration A: olbía Transliteration B: olbia Transliteration C: olvia Beta Code: o)lbi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bliss, Phot.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, die Glückseligkeit, Com. bei Phot., εἰς ὀλβίαν, Verwünschung, wie βάλλ' εἰς μακαρίαν.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβία: ἡ, μακαρία, μακαριότης, «ἐς ὀλβίαν: ὡς εἰς μακαρίαν· τὸ εἰς Ἅιδου· Φώτ.

Greek Monolingual

ὀλβία, ἡ (Α)
(κατά τον Φώτ.) μακαριότητα, ευδαιμονία στη μετά θάνατον ζωή («ἐς ὀλβίαν
ὡς εἰς μακαρίαν
τὸ εἰς Ἅιδου», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ' απόσπαση από το σύνθ. ἀνολβία.

Greek Monolingual

Ὀλβία, ἡ (Α) όλβος
ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η ομώνυμη αποικία τών Μιλησίων στη Σκυθία, που ιδρύθηκε περί το 645 π.Χ.

Greek Monolingual

Ὄλβια και Ὄλπια, τὰ (Α)
(αρχαιότ. τ. του Ἄλπια) οι 'Αλπεις.