ὀλολυγών: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ἡ) :<br /><b>1</b> cri aigu de certaines grenouilles;<br /><b>2</b> sorte de chouette, <i>oiseau ou, selon d’autres</i>, de grenouille, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλολύζω]].
|btext=ῶνος (ἡ) :<br /><b>1</b> cri aigu de certaines grenouilles;<br /><b>2</b> sorte de chouette, <i>oiseau ou, selon d’autres</i>, de grenouille, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλολύζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλολυγών]], -όνος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]] από [[χαρά]] ή από [[κλάμα]]<br /><b>2.</b> η ερωτική [[κραυγή]] του αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για [[οχεία]] («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, [[ὅταν]] ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ζώου που ονομάστηκε [[έτσι]] από τη [[φωνή]] του, πιθ. η μικρή [[κουκουβάγια]] ή η [[τσίχλα]] ή ο [[βάτραχος]] («ἁ δ' ὀλολυγῶν [[τηλόθεν]] ἐν πυκιναῑσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀλολυγών]]<br />ζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ [[οὕτως]] ἔλεγον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλολυγ</i>- του [[ὀλολύζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀλολυγ</i>-<i>ή</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i>, -<i>όνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αηδ</i>-<i>ών</i>, <i>αρηγ</i>-<i>ών</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλολῡγών Medium diacritics: ὀλολυγών Low diacritics: ολολυγών Capitals: ΟΛΟΛΥΓΩΝ
Transliteration A: ololygṓn Transliteration B: ololygōn Transliteration C: ololygon Beta Code: o)lolugw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A croaking of the male frog, Arist.HA536a11, Ael.NA9.13 ; note of water-creatures, ib.6.19.    II in Theoc.7.139, Arat.948, an unknown animal, evidently named from its note : some take it for a small owl, others for a singing bird, others again for the tree-frog ; cf. Eub.104, Thphr.Sign.42, AP5.291.5 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 325] ῶνος, ἡ, wie ὀλολυγή, 1) jedes laute Geschrei, sowohl der Klage als der Freude. Bes. der Liebesruf der männlichen Frösche, vgl. Arist. H. A. 4, 9; Plut. sol. an. 34. – 2) ein von seiner Stimme so genanntes Thier; Theocr. 7, 139; τρύζει, Arat. 948; Agath. 25 (V, 292); Eubul. bei Ath. XV, 679 b; Ael. H. A. 6, 19; nach Einigen ein Sprosser, od. das Käuzlein, od. der Laubfrosch, wie nach Theon zu Arat. Einige erklärten ζῷον λιμναῖον. Vgl. noch Parthen. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλολῡγών: -όνος, ἡ, (ὀλολύζω) ἡ κραυγὴ τοῦ ἄρρενος βατράχου ὅταν ἀνακαλῆται τὴν θήλειαν πρὸς ὀχείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Αἰλ. π. Ζ. 9. 13. ΙΙ. ἐν Θεοκρ. 7. 139, Ἀράτ. 948, ἄγνωστόν τι ζῷον, φανερῶς ὀνομασθὲν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτοῦ· τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς μικρὰν γλαῦκα, ἕτεροι ὡς κίχλην καὶ ἄλλοι ὡς βάτραχον· πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 6, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀλολυγών· ζῳύφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ [καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ οὕτως ἔλεγον]».

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ἡ) :
1 cri aigu de certaines grenouilles;
2 sorte de chouette, oiseau ou, selon d’autres, de grenouille, animal.
Étymologie: ὀλολύζω.

Greek Monolingual

ὀλολυγών, -όνος, ἡ (Α)
1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα
2. η ερωτική κραυγή του αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», Αριστοτ.)
2. είδος ζώου που ονομάστηκε έτσι από τη φωνή του, πιθ. η μικρή κουκουβάγια ή η τσίχλα ή ο βάτραχος («ἁ δ' ὀλολυγῶν τηλόθεν ἐν πυκιναῑσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», Θεόκρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλολυγών
ζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ οὕτως ἔλεγον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλολυγ- του ὀλολύζω (πρβλ. ὀλολυγ-ή) + κατάλ. -ών, -όνος (πρβλ. αηδ-ών, αρηγ-ών)].