ὀλοεργής: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_7) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλοεργής''': -ές, Μανέθων 6. 72· καὶ -εργός, όν, Νικ. Θηρ. 828, [[λίαν]] καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]]. | |lstext='''ὀλοεργής''': -ές, Μανέθων 6. 72· καὶ -εργός, όν, Νικ. Θηρ. 828, [[λίαν]] καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλοεργής]], -ές (Α)<br />[[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλοός]] (Ι) «[[καταστρεπτικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A ruinous, destructive, Man.6.722.
German (Pape)
[Seite 325] ές, Verderbliches thuend, Maneth. 6, 722.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοεργής: -ές, Μανέθων 6. 72· καὶ -εργός, όν, Νικ. Θηρ. 828, λίαν καταστρεπτικός, ὀλέθριος.
Greek Monolingual
ὀλοεργής, -ές (Α)
καταστρεπτικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + -εργής (< ἔργον)].