ομηρεύω: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:08, 29 September 2017
Greek Monolingual
(I)
ὁμηρεύω (Α) όμηρος
1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τους τε παῑδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.)
2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («[[[οἶνος]]] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.)
3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή κάτι ως εγγύηση («τῶν δ' ὁμηρεύσας τέκνα», Ευρ.)
4. μέσ. ὁμηρεύομαι
δίνω ομήρους ως εγγύηση.———————— (II)
ὁμηρεύω (Α) [[όμηρος (II)]
ιων. τ. προπορεύομαι και οδηγώ τυφλό.———————— (III)
ὁμηρεύω (Α)
συναρμόζω, συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του ὁμηρῶ, κατά τα ρήματα σε -εύω]].