ὀλοφυρτικός: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plaintif, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]].
|btext=ή, όν :<br />plaintif, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλοφυρτικός]], -ή, -όν (Α) [[ολοφύρομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, [[θρηνητικός]]<br /><b>2.</b> [[μεμψίμοιρος]], [[παραπονιάρης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλοφυρτικῶς</i> (Α)<br />με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά.
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυρτικός Medium diacritics: ὀλοφυρτικός Low diacritics: ολοφυρτικός Capitals: ΟΛΟΦΥΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: olophyrtikós Transliteration B: olophyrtikos Transliteration C: olofyrtikos Beta Code: o)lofurtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to lamentation, querulous, Arist.EN1125a9. Adv. -κῶς J.BJ6.5.3.

German (Pape)

[Seite 327] zum Wehklagen gehörig, geneigt, klagend, kläglich, Arist. eth. 4, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, θρηνητικός, παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plaintif, qui se lamente.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.

Greek Monolingual

ὀλοφυρτικός, -ή, -όν (Α) ολοφύρομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, θρηνητικός
2. μεμψίμοιρος, παραπονιάρης.
επίρρ...
ὀλοφυρτικῶς (Α)
με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά.