ὁμοιοφανής: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(6_7)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιοφανής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἢ ὁμοίως φαινόμενος, Γαλην. 12, 473Β.
|lstext='''ὁμοιοφανής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἢ ὁμοίως φαινόμενος, Γαλην. 12, 473Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοιοφανής]], -ές) <b>νεοελλ.</b> <b>ζωολ.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ομοιοφάνεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει όμοια [[οπτική]] [[εντύπωση]], που φαίνεται όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]])].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοφᾰνής Medium diacritics: ὁμοιοφανής Low diacritics: ομοιοφανής Capitals: ΟΜΟΙΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: homoiophanḗs Transliteration B: homoiophanēs Transliteration C: omoiofanis Beta Code: o(moiofanh/s

English (LSJ)

ές, name of a bandage, Gal.18(1).777.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοφανής: -ές, ὅμοιος ἢ ὁμοίως φαινόμενος, Γαλην. 12, 473Β.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοιοφανής, -ές) νεοελλ. ζωολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ομοιοφάνεια
μσν.-αρχ.
αυτός που παρέχει όμοια οπτική εντύπωση, που φαίνεται όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].