ὀμφακόμελι: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(6_21) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμφᾰκόμελῐ''': τό, [[ποτὸν]] ἐκ τοῦ χυμοῦ ὀμφάκων [[μήπω]] περκαζουσῶν καὶ χυμοῦ μέλιτος, ἔχον δύναμιν σταλτικὴν καὶ ψυκτικήν, Διοσκ. 5. 31. | |lstext='''ὀμφᾰκόμελῐ''': τό, [[ποτὸν]] ἐκ τοῦ χυμοῦ ὀμφάκων [[μήπω]] περκαζουσῶν καὶ χυμοῦ μέλιτος, ἔχον δύναμιν σταλτικὴν καὶ ψυκτικήν, Διοσκ. 5. 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀμφακόμελι]], -έλιτος, τὸ (Α)<br />[[ποτό]] που παρασκευαζόταν από χυμό ξινών σταφυλιών και [[μέλι]] και είχε κατασταλτικές και αναψυκτικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμφαξ]], -<i>ακος</i> «άγουρο [[σταφύλι]]» <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] (<b>πρβλ.</b> <i>κυδωνό</i>-<i>μελι</i>, <i>μηλό</i>-<i>μελι</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A drink of sour grapes and honey, Diocl.Fr.69, Dsc.5.23, Philagr. ap. Orib.5.19.4.
German (Pape)
[Seite 343] ιτος, τό, ein Trank aus herben Trauben u. Honig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰκόμελῐ: τό, ποτὸν ἐκ τοῦ χυμοῦ ὀμφάκων μήπω περκαζουσῶν καὶ χυμοῦ μέλιτος, ἔχον δύναμιν σταλτικὴν καὶ ψυκτικήν, Διοσκ. 5. 31.
Greek Monolingual
ὀμφακόμελι, -έλιτος, τὸ (Α)
ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό ξινών σταφυλιών και μέλι και είχε κατασταλτικές και αναψυκτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + μέλι (πρβλ. κυδωνό-μελι, μηλό-μελι)].