ὀμφακόμελι
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
τό, drink of sour grapes and honey, Diocl.Fr.69, Dsc.5.23, Philagr. ap. Orib.5.19.4.
German (Pape)
[Seite 343] ιτος, τό, ein Trank aus herben Trauben u. Honig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰκόμελῐ: τό, ποτὸν ἐκ τοῦ χυμοῦ ὀμφάκων μήπω περκαζουσῶν καὶ χυμοῦ μέλιτος, ἔχον δύναμιν σταλτικὴν καὶ ψυκτικήν, Διοσκ. 5. 31.
Greek Monolingual
ὀμφακόμελι, -έλιτος, τὸ (Α)
ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό ξινών σταφυλιών και μέλι και είχε κατασταλτικές και αναψυκτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + μέλι (πρβλ. κυδωνόμελι, μηλόμελι)].