ὀνητός: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_10)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνητός''': -ή, -όν, ([[ὀνίνημι]]) [[ὠφέλιμος]], [[ἐπωφελής]], Σουΐδ. ΙΙ. ἀντὶ τοῦ [[ὀνοτός]], [[ἐπονείδιστος]] (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει [[καλῶς]]), Ἡσύχ.
|lstext='''ὀνητός''': -ή, -όν, ([[ὀνίνημι]]) [[ὠφέλιμος]], [[ἐπωφελής]], Σουΐδ. ΙΙ. ἀντὶ τοῦ [[ὀνοτός]], [[ἐπονείδιστος]] (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει [[καλῶς]]), Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνητός]], -ή, -όν (Α) [[ονίνημι]]<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ὠφέλιμος]], [[ἐπωφελής]]».
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνητός Medium diacritics: ὀνητός Low diacritics: ονητός Capitals: ΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: onētós Transliteration B: onētos Transliteration C: onitos Beta Code: o)nhto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὀνίνημι)

   A profitable, beneficial, Suid.    II ὀνητά· μεμπτά, Hsch. (fort. ὀνοστά).

German (Pape)

[Seite 347] 1) nützlich, nutzbar, Suid. erklärt ἀπολαυστός. – 2) (ὄνομαι) tadelhaft, Hesych. μεμπτός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνητός: -ή, -όν, (ὀνίνημι) ὠφέλιμος, ἐπωφελής, Σουΐδ. ΙΙ. ἀντὶ τοῦ ὀνοτός, ἐπονείδιστος (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀνητός, -ή, -όν (Α) ονίνημι
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὠφέλιμος, ἐπωφελής».