ὀπισθέναρ: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(6_5)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπισθέναρ''': -ᾰρος, τό, τὸ [[ὄπισθεν]] τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν [[ἔνδοθεν]] τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου [[μέχρι]] τοῦ λιχανοῦ, [[θέναρ]] καλεῖται, τὸ δὲ [[ἔξωθεν]] [[ὀπισθέναρ]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 143, 144, Γαλην.
|lstext='''ὀπισθέναρ''': -ᾰρος, τό, τὸ [[ὄπισθεν]] τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν [[ἔνδοθεν]] τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου [[μέχρι]] τοῦ λιχανοῦ, [[θέναρ]] καλεῖται, τὸ δὲ [[ἔξωθεν]] [[ὀπισθέναρ]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 143, 144, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ὀπισθέναρ]], -αρος)<br />η [[σαρκώδης]] [[προεξοχή]] που σχηματίζεται στο ωλένιο [[χείλος]] της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπισθο</i>-[[θέναρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> [[θέναρ]] «το [[κοίλο]] της παλάμης, [[χούφτα]]»), με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[αμφιφορεύς]] &GT; [[αμφορεύς]])].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθέναρ Medium diacritics: ὀπισθέναρ Low diacritics: οπισθέναρ Capitals: ΟΠΙΣΘΕΝΑΡ
Transliteration A: opisthénar Transliteration B: opisthenar Transliteration C: opisthenar Beta Code: o)pisqe/nar

English (LSJ)

ᾰρος, τό,

   A the back of the hand, Poll.2.143, 144, 9.126.

German (Pape)

[Seite 358] αρος, τό, der Rücken der flachen Hand, Hippocr. u. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 870.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθέναρ: -ᾰρος, τό, τὸ ὄπισθεν τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν ἔνδοθεν τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου μέχρι τοῦ λιχανοῦ, θέναρ καλεῖται, τὸ δὲ ἔξωθεν ὀπισθέναρ» Πολυδ. Β΄, 143, 144, Γαλην.

Greek Monolingual

το (Α ὀπισθέναρ, -αρος)
η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθο-θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο της παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].