ὀρθοστάδιον: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(6_3)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθοστάδιον''': [ᾰ], τό, χιτὼν [[ἄνευ]] ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. [[στάδιος]], [[στατός]]), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: [[ὡσαύτως]] ὀρθοστάδιος [[χιτών]], [[Πολυδ]]. Ζ´, 48, Εὐστ. 466. 55. ― Πρβλ Müller Eum. § 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοστάδιοι χιτῶνες· οἱ δὲ συρόμενοι συρτοί».
|lstext='''ὀρθοστάδιον''': [ᾰ], τό, χιτὼν [[ἄνευ]] ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. [[στάδιος]], [[στατός]]), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: [[ὡσαύτως]] ὀρθοστάδιος [[χιτών]], [[Πολυδ]]. Ζ´, 48, Εὐστ. 466. 55. ― Πρβλ Müller Eum. § 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοστάδιοι χιτῶνες· οἱ δὲ συρόμενοι συρτοί».
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθοστάδιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] χιτώνα [[χωρίς]] [[ζώνη]], ο [[οποίος]] έφτανε ώς το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στάδιος]] «[[σταθερός]], [[ευσταθής]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]])].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοστάδιον Medium diacritics: ὀρθοστάδιον Low diacritics: ορθοστάδιον Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΔΙΟΝ
Transliteration A: orthostádion Transliteration B: orthostadion Transliteration C: orthostadion Beta Code: o)rqosta/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A a loose, ungirded tunic, which hung down in straight folds from the neck to the ground (v. στάδιος, στατός), Ar.Lys.45, D.C.63.17:—also ὀρθο-στάδιος χιτών, Poll.7.49, Eust.1166.55.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοστάδιον: [ᾰ], τό, χιτὼν ἄνευ ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ ἔδαφος, Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. στάδιος, στατός), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: ὡσαύτως ὀρθοστάδιος χιτών, Πολυδ. Ζ´, 48, Εὐστ. 466. 55. ― Πρβλ Müller Eum. § 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοστάδιοι χιτῶνες· οἱ δὲ συρόμενοι συρτοί».

Greek Monolingual

ὀρθοστάδιον, τὸ (Α)
είδος χιτώνα χωρίς ζώνη, ο οποίος έφτανε ώς το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)].