ὀρφνός: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_10) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρφνός''': -ή, -όν, [[σκοτεινός]], [[μέλας]], ὡς τὸ [[ὄρφνινος]], Νικ. Θ. 656· ― συγκρ. ὀρφνότερος, ὁ αὐτ. παρ’ Ἀθην. 684C. | |lstext='''ὀρφνός''': -ή, -όν, [[σκοτεινός]], [[μέλας]], ὡς τὸ [[ὄρφνινος]], Νικ. Θ. 656· ― συγκρ. ὀρφνότερος, ὁ αὐτ. παρ’ Ἀθην. 684C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρφνός]], -ή, -όν) [[όρφνη]]<br />αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[σκούρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A dark, dusky, Nic.Th.656: Comp. ὀρφνότερος Id.Fr.74.61.
German (Pape)
[Seite 389] (vgl. ὄρφνη, furvus), finster, dunkel, schwarz, dunkelbraun, Nic. Ther. 656 u. einzeln bei a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφνός: -ή, -όν, σκοτεινός, μέλας, ὡς τὸ ὄρφνινος, Νικ. Θ. 656· ― συγκρ. ὀρφνότερος, ὁ αὐτ. παρ’ Ἀθην. 684C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀρφνός, -ή, -όν) όρφνη
αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκούρος.