ὀστολόγος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_15) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστολόγος''': -ον, ([[λέγω]] Β) ὁ συλλέγων ὀστᾶ, Ἐπίλυκος ἐν Ἀδήλ. 2· Ὀστολόγοι, [[ὄνομα]] τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλου, Ἀθήν. 667C. | |lstext='''ὀστολόγος''': -ον, ([[λέγω]] Β) ὁ συλλέγων ὀστᾶ, Ἐπίλυκος ἐν Ἀδήλ. 2· Ὀστολόγοι, [[ὄνομα]] τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλου, Ἀθήν. 667C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀστολόγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο [[οποίος]] έχει υποβληθεί στη [[διαδικασία]] της καύσης<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀστολόγοι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (λέγω B)
A collecting bones, Epil.7; Ὀστολόγοι, name of a tragedy by Aeschylus, Ath.15.667c.
German (Pape)
[Seite 400] die Knochen, Gebeine sammelnd, Titel einer Tragödie des Aeschylus bei Ath. XV, 667 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστολόγος: -ον, (λέγω Β) ὁ συλλέγων ὀστᾶ, Ἐπίλυκος ἐν Ἀδήλ. 2· Ὀστολόγοι, ὄνομα τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλου, Ἀθήν. 667C.
Greek Monolingual
ὀστολόγος, -ον (Α)
1. αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο οποίος έχει υποβληθεί στη διαδικασία της καύσης
2. ως κύριο όν. Ὀστολόγοι
τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -λόγος].