οὐλοχύται: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(6_3)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλοχύται''': [ῠ], -αἱ, ([[οὐλαί]], χέω) χονδροαλεσμέναι κριθαὶ πασσόμεναι ἐπὶ τοῦ θύματος καὶ τοῦ βωμοῦ πρὸ τῆς τελέσεως (τὰς οὐλοχύτας [[φέρε]] [[δεῦρο]]. -τοῦτο δ’ ἐστὶ τί; - κριθαί, Στράτ. παρ’ Ἀθην. 383 Α)˙ οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι Ἰλ. Α. 449, 458˙ ἐν δ’ ἔθετ’ οὐλοχύτας κανέῳ Ὀδ. Δ. 761˙ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, περὶ τῆς τελετῆς τοῦ ἐπιπάσσειν τὴν χονδροαλεσμένην κριθὴν πρὸ τῆς θυσίας, [[ὅπερ]] ἄλλως ἐλέγετο [[πρόχυσις]], Γ. 445˙ - πρβλ. [[οὐλαί]], [[προχύται]], αἱ. - Καθ’ Ἡσύχ. : «οὐλοχύτας˙ ὁτὲ μὲν τὰ κανᾶ, ἐν οἷς τὰς [[οὐλάς]], αἷ εἰσι κριθαί, τῶν ἱερείων κατέχεον. φαίνεται δὲ ἀγγεῖα δηλοῦσθαι ἢ κριθὰς πεφρυγμένας».
|lstext='''οὐλοχύται''': [ῠ], -αἱ, ([[οὐλαί]], χέω) χονδροαλεσμέναι κριθαὶ πασσόμεναι ἐπὶ τοῦ θύματος καὶ τοῦ βωμοῦ πρὸ τῆς τελέσεως (τὰς οὐλοχύτας [[φέρε]] [[δεῦρο]]. -τοῦτο δ’ ἐστὶ τί; - κριθαί, Στράτ. παρ’ Ἀθην. 383 Α)˙ οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι Ἰλ. Α. 449, 458˙ ἐν δ’ ἔθετ’ οὐλοχύτας κανέῳ Ὀδ. Δ. 761˙ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, περὶ τῆς τελετῆς τοῦ ἐπιπάσσειν τὴν χονδροαλεσμένην κριθὴν πρὸ τῆς θυσίας, [[ὅπερ]] ἄλλως ἐλέγετο [[πρόχυσις]], Γ. 445˙ - πρβλ. [[οὐλαί]], [[προχύται]], αἱ. - Καθ’ Ἡσύχ. : «οὐλοχύτας˙ ὁτὲ μὲν τὰ κανᾶ, ἐν οἷς τὰς [[οὐλάς]], αἷ εἰσι κριθαί, τῶν ἱερείων κατέχεον. φαίνεται δὲ ἀγγεῖα δηλοῦσθαι ἢ κριθὰς πεφρυγμένας».
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐλοχύται]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κάνιστρο]] ή το [[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο [[κριθάρι]] με το οποίο πασπάλιζαν το [[θύμα]] [[πριν]] από τη [[θυσία]]<br /><b>2.</b> το χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]] με το οποίο πασπάλιζαν το [[θύμα]] και τον βωμό [[πριν]] από τη [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>οὐλὰς χυτάς</i> ή [[απλώς]] για σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαί]] <span style="color: red;">+</span> <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλοχύται Medium diacritics: οὐλοχύται Low diacritics: ουλοχύται Capitals: ΟΥΛΟΧΥΤΑΙ
Transliteration A: oulochýtai Transliteration B: oulochytai Transliteration C: oulochytai Beta Code: ou)loxu/tai

English (LSJ)

[ῠ], αἱ, (οὐλαί, χέω)

   A barley-groats or coarsely-ground barley sprinkled over the victim and the altar before a sacrifice (τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο.—τοῦτο δ' ἐστὶ τί;—κριθαί Strato Com.1.34), οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι, Il.1.449,458; ἐν δ' ἔθετ' οὐλοχύτας κανέῳ Od.4.761; χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατάρχετο, of the ceremony of sprinkling the barley before sacrifice, 3.445:—also οὐλό-χῠτα, τά, Hsch.

German (Pape)

[Seite 414] αἱ, od. nach Lob. paralipp. 456 οὐλόχυται, die geschrotenen Gerstenkörner, οὐλαί, welche zu Anfang des Opfers nach dem Händewaschen über das Opferthier u. den Altar ausgeschüttet (χέω) wurden, χερνίψαντο δ' ἔπειτα καὶ οὐλοχύτας ἀνέλοντο, Il. 1, 449, u. ἐπεὶ εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο, ibd. 458; Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, Od. 3, 445, er fing die heilige Handlung des Gerstenstreuens an; ἐν δ' ἔθετ' οὐλοχύτας κανέῳ, 4, 761.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλοχύται: [ῠ], -αἱ, (οὐλαί, χέω) χονδροαλεσμέναι κριθαὶ πασσόμεναι ἐπὶ τοῦ θύματος καὶ τοῦ βωμοῦ πρὸ τῆς τελέσεως (τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο. -τοῦτο δ’ ἐστὶ τί; - κριθαί, Στράτ. παρ’ Ἀθην. 383 Α)˙ οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι Ἰλ. Α. 449, 458˙ ἐν δ’ ἔθετ’ οὐλοχύτας κανέῳ Ὀδ. Δ. 761˙ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, περὶ τῆς τελετῆς τοῦ ἐπιπάσσειν τὴν χονδροαλεσμένην κριθὴν πρὸ τῆς θυσίας, ὅπερ ἄλλως ἐλέγετο πρόχυσις, Γ. 445˙ - πρβλ. οὐλαί, προχύται, αἱ. - Καθ’ Ἡσύχ. : «οὐλοχύτας˙ ὁτὲ μὲν τὰ κανᾶ, ἐν οἷς τὰς οὐλάς, αἷ εἰσι κριθαί, τῶν ἱερείων κατέχεον. φαίνεται δὲ ἀγγεῖα δηλοῦσθαι ἢ κριθὰς πεφρυγμένας».

Greek Monolingual

οὐλοχύται, αἱ (Α)
1. το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. το χοντροαλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα και τον βωμό πριν από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. οὐλὰς χυτάς ή απλώς για σύνθ. < οὐλαί + χέω + επίθημα -τος].