οὐρώδης: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_7) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐρώδης''': -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2. | |lstext='''οὐρώδης''': -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρώδης]], -ῶδες (Α) [[ουρά]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ουρά]] ή στον πρωκτό.———————— <b>(II)</b><br />-ώδες [[ούρο]]<br />αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το [[χρώμα]] ή την [[οσμή]], τών ούρων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (οὐρά)
A of the tail or rump, τένοντες Hp.Acut.(Sp.) 37 (v.l. for ὀρρ-).
Greek (Liddell-Scott)
οὐρώδης: -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2.
Greek Monolingual
(I)
οὐρώδης, -ῶδες (Α) ουρά
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή στον πρωκτό.———————— (II)
-ώδες ούρο
αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το χρώμα ή την οσμή, τών ούρων.