παιδαρικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_10) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιδᾰρικός''': -ή, -όν, = [[παιδικός]], Ἐπιφάν. Ι, 925Α. | |lstext='''παιδᾰρικός''': -ή, -όν, = [[παιδικός]], Ἐπιφάν. Ι, 925Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παιδαρικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[παιδάριον]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παιδαρικά</i><br />[[αμοιβή]] τών δούλων εργατών σε [[αγρόκτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παιδικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A for slaves, of perquisites, PHamb.23.33 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 439] kindisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδᾰρικός: -ή, -όν, = παιδικός, Ἐπιφάν. Ι, 925Α.
Greek Monolingual
παιδαρικός, -ή, -όν (ΑΜ) παιδάριον
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παιδαρικά
αμοιβή τών δούλων εργατών σε αγρόκτημα
αρχ.
παιδικός.