παικτικός: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(c2) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0442.png Seite 442]] zum Spielen, Scherzen gehörig, geneigt, Sp. – Adv. παικτικῶς, zum Scherz, Eust. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0442.png Seite 442]] zum Spielen, Scherzen gehörig, geneigt, Sp. – Adv. παικτικῶς, zum Scherz, Eust. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παικτικός]], -ή, -όν (Α) [[παικτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια<br /><b>2.</b> [[περιπαικτικός]], [[περιγελαστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παικτικόν</i><br />η [[φιλοπαιγμοσύνη]], η περιπαικτικότητα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[παικτικῶς]] (Μ)<br />αστεία, περιπαικτικά, [[χάριν]] αστεϊσμού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A playful, sportive, τὸ π. Corn.ND27.
German (Pape)
[Seite 442] zum Spielen, Scherzen gehörig, geneigt, Sp. – Adv. παικτικῶς, zum Scherz, Eust.
Greek Monolingual
παικτικός, -ή, -όν (Α) παικτός
1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια
2. περιπαικτικός, περιγελαστικός
3. το ουδ. ως ουσ. το παικτικόν
η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα.
επίρρ...
παικτικῶς (Μ)
αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού.