πάλα: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds

Source
(SL_2)
(30)
Line 15: Line 15:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πᾰλα</b> (-ᾳ.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wrestling]] κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι [[θέμεν]] Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου [[προκώμιον]] εἴη (N. 4.10) [[νῦν]] [[πέφανται]] [[οὐκ]] [[ἄμμορος]] ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)
|sltr=<b>πᾰλα</b> (-ᾳ.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wrestling]] κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι [[θέμεν]] Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου [[προκώμιον]] εἴη (N. 4.10) [[νῦν]] [[πέφανται]] [[οὐκ]] [[ἄμμορος]] ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />μεγάλο δρεπανοειδές [[μαχαίρι]] ανατολικής προέλευσης, [[γιαταγάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>pala</i>].———————— <b>(II)</b><br />η<br />το πλατύ [[τμήμα]] του κουπιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>pala</i> «[[φτυάρι]]»].———————— <b>(III)</b><br />[[πάλα]], ἡ (Α)<br />[[βώλος]] χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>palaga</i>].———————— <b>(IV)</b><br />[[πάλα]], ἡ (Α)<br />[[φτυάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pala</i> «[[φτυάρι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλα Medium diacritics: πάλα Low diacritics: πάλα Capitals: ΠΑΛΑ
Transliteration A: pála Transliteration B: pala Transliteration C: pala Beta Code: pa/la

English (LSJ)

ἡ,

   A nugget of gold, Str.3.2.8. (Spanish word.)    II πάλα· ζώνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

πάλα: ἡ, βῶλος χρυσοῦ, Στράβ. 146· λέξις Ἱσπανική, palaga ἢ palacra παρὰ Πλιν. 33. 77.

English (Slater)

πᾰλα (-ᾳ.)
   1 wrestling κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη (N. 4.10) νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)

Greek Monolingual

(I)
η
μεγάλο δρεπανοειδές μαχαίρι ανατολικής προέλευσης, γιαταγάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pala].———————— (II)
η
το πλατύ τμήμα του κουπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pala «φτυάρι»].———————— (III)
πάλα, ἡ (Α)
βώλος χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. palaga].———————— (IV)
πάλα, ἡ (Α)
φτυάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pala «φτυάρι»].