παλαιοπράγμων: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_16)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλαιοπράγμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ παλαιόθεν ἠσκημένος εἰς πράγματα, ὑποθέσεις, Ἡσύχ. ἐν λ. [[παλαιοθέτης]].
|lstext='''πᾰλαιοπράγμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ παλαιόθεν ἠσκημένος εἰς πράγματα, ὑποθέσεις, Ἡσύχ. ἐν λ. [[παλαιοθέτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παλαιοπράγμων]], -ον (Α)<br />[[παλαιοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παλαιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιοπράγμων Medium diacritics: παλαιοπράγμων Low diacritics: παλαιοπράγμων Capitals: ΠΑΛΑΙΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: palaioprágmōn Transliteration B: palaiopragmōn Transliteration C: palaiopragmon Beta Code: palaiopra/gmwn

English (LSJ)

   A gloss on παλαιοθέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 445] Erkl. von παλαιοθέτης, Hesych., der schon längst in Geschäften geübt ist.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιοπράγμων: -ον, γεν. ονος, ὁ παλαιόθεν ἠσκημένος εἰς πράγματα, ὑποθέσεις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλαιοθέτης.

Greek Monolingual

παλαιοπράγμων, -ον (Α)
παλαιοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων].