παιωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[παιανίζω]].<br />'''Étymologie:''' παιών.
|btext=v. [[παιανίζω]].<br />'''Étymologie:''' παιών.
}}
{{grml
|mltxt=[[παιωνίζω]] (Α) [[παιών]]<br /><b>1.</b> [[ψάλλω]] παιάνα ή επινίκιο ύμνο, [[παιανίζω]]<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] κάποιον ψάλλοντας παιάνα («τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται», Φιλόστρ.).
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιωνίζω Medium diacritics: παιωνίζω Low diacritics: παιωνίζω Capitals: ΠΑΙΩΝΙΖΩ
Transliteration A: paiōnízō Transliteration B: paiōnizō Transliteration C: paionizo Beta Code: paiwni/zw

English (LSJ)

   A chant the paean or song of victory, SIG57.8, al. (Milet., v B. C.), GDIiv p.884 (Erythrae), Hdt.5.1, Ar.Eq.1318, Pax555, Th. 1.50 (Pass.), X.An.6.1.5, D.C.43.37, etc.; π. ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς D.18.287: c. acc. cogn., sing in triumph, ὀλολυγμὸν ἱρὸν . . παιώνισον A.Th.268 (v.l. παιάνισον).    II honour with paeans, τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται (Med.) Philostr.VA5.4:— Pass., οὐδὲ παιωνίζεται (sc. ὁ Θάνατος) A.Fr.161.3. (The Att. and Ion. form παιων- is found in most codd. of ll. cc. and of Th.2.91, 4.43,al.; παιαν- in X.Smp.2.1, Pl.Ax.365b, Plb.3.43.8.)

German (Pape)

[Seite 444] = παιανίζω; Her. 5, 1; Ar. Equ. 1323 ἐπὶ καιναῖσιν δ' εὐτυχίαισιν παιωνίζειν τὸ θέατρον; bei Thuc. 2, 91 u. sonst v. l. für παιανίζω. – Das pass. παιωνίζεται Aesch. frg. 147; ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς ὡς ἐς ἐπίπλουν Thuc. 1, 50. Vgl. Iac. Ach. Tat. p. 582.

Greek (Liddell-Scott)

παιωνίζω: ᾄδω παιᾶνα, ἢ ἐπινίκιον ὕμνον, Ἡρόδ. 5. 1, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1318, Θουκ. 4. 43, κλ.· π. ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς Δημ. 321. 17· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ἐν θριάμβῳ, ὀλολυγμὸν ἱρόν.. παιάνισον (διάφορ. γραφὴ παιώνισον) Αἰσχύλ. Θήβ. 268· ὁ τύπος εἰς ᾱ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀξιόχ. 364Ι, καὶ (ἐπὶ τῆς μετὰ τὸ δεῖπνον ᾠδῆς) ἐν Ξεν. Συμπ. 2, 1· - Παθ., Ὑπερσ. ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς, εἶχε ψαλῆ ὑπ’ αὐτῶν ὁ παιάν, Θουκ. 1. 50. ΙΙ τιμῶ τινα διὰ παιάνων, τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιανίζονται (Μέσ.) Φιλοστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 328. 18. - Παθ., τιμῶμαι διὰ παιάνων, οὐδὲ παιωνίζεται (δηλ. ὁ θάνατος) Ἀσχύλ. Ἀποσπ. 156.

French (Bailly abrégé)

v. παιανίζω.
Étymologie: παιών.

Greek Monolingual

παιωνίζω (Α) παιών
1. ψάλλω παιάνα ή επινίκιο ύμνο, παιανίζω
2. τιμώ κάποιον ψάλλοντας παιάνα («τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται», Φιλόστρ.).