παλινέμπορος: Difference between revisions

From LSJ

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source
(6_15)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλινέμπορος''': ὁ, ὁ εἰς μικρὰ ποσὰ ἐμπορευόμενος, πωλῶν «λιανικῶς», [[μεταπράτης]], Φώτ.· πρβλ. [[παλιγκάπηλος]].
|lstext='''παλινέμπορος''': ὁ, ὁ εἰς μικρὰ ποσὰ ἐμπορευόμενος, πωλῶν «λιανικῶς», [[μεταπράτης]], Φώτ.· πρβλ. [[παλιγκάπηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παλινέμπορος]], ὁ (Α)<br />[[μεταπράτης]], [[μεταπωλητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινέμπορος Medium diacritics: παλινέμπορος Low diacritics: παλινέμπορος Capitals: ΠΑΛΙΝΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: palinémporos Transliteration B: palinemporos Transliteration C: palinemporos Beta Code: paline/mporos

English (LSJ)

ὁ,

   A retail-dealer, Phot.

German (Pape)

[Seite 450] ὁ, = παλιγκάπηλος, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

παλινέμπορος: ὁ, ὁ εἰς μικρὰ ποσὰ ἐμπορευόμενος, πωλῶν «λιανικῶς», μεταπράτης, Φώτ.· πρβλ. παλιγκάπηλος.

Greek Monolingual

παλινέμπορος, ὁ (Α)
μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἔμπορος.