πάμπλειστος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />v. [[πάμπολυς]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πλεῖστος]]. | |btext=η, ον :<br />v. [[πάμπολυς]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πλεῖστος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάμπλειστος]], -είστη, -ον (Α, Μ [[πάνπλειστος]], -είστη, -ον)<br />[[άφθονος]], σε πολύ [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ή σε πολύ μεγάλο αριθμό («[[πάμπλειστος]] [[ἄργυρος]]», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλεῖστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A in large quantity, number, χρήματα Hdn.5.6.5; ἄργυρος Ael.NA10.50; πάμπλειστα δαπανήσας D.C.76.16.
German (Pape)
[Seite 454] superl. zu πάμπολυς.
Greek (Liddell-Scott)
πάμπλειστος: -η, -ον, πλεῖστος ὅσος, ὁ κατὰ μεγάλην ποσότητα ἢ (ἐν τῷ πληθ.) ὁ κατὰ μεγάλους ἀριθμούς, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Αἰλ. π. Ζ. 10. 50, Δίων Κ. 76. 16.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
v. πάμπολυς.
Étymologie: πᾶν, πλεῖστος.
Greek Monolingual
πάμπλειστος, -είστη, -ον (Α, Μ πάνπλειστος, -είστη, -ον)
άφθονος, σε πολύ μεγάλη ποσότητα ή σε πολύ μεγάλο αριθμό («πάμπλειστος ἄργυρος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλεῖστος.