πανεράσμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_4)
 
(30)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανεράσμιος''': -α, -ον, ὁ [[πάνυ]] [[ἐράσμιος]], ἢ ὁ κατὰ πάντα [[ἐράσμιος]], Μιχαὴλ Σύγγελος εἰς Διον. Ἀρεοπ. 386, 7.
|lstext='''πανεράσμιος''': -α, -ον, ὁ [[πάνυ]] [[ἐράσμιος]], ἢ ὁ κατὰ πάντα [[ἐράσμιος]], Μιχαὴλ Σύγγελος εἰς Διον. Ἀρεοπ. 386, 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Μ<br />εξαιρετικά [[αγαπητός]], [[πολυπόθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐράσμιος]] «[[αξιαγάπητος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πανεράσμιος: -α, -ον, ὁ πάνυ ἐράσμιος, ἢ ὁ κατὰ πάντα ἐράσμιος, Μιχαὴλ Σύγγελος εἰς Διον. Ἀρεοπ. 386, 7.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Μ
εξαιρετικά αγαπητός, πολυπόθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐράσμιος «αξιαγάπητος»].