πανεράσμιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_4) |
(30) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πανεράσμιος''': -α, -ον, ὁ [[πάνυ]] [[ἐράσμιος]], ἢ ὁ κατὰ πάντα [[ἐράσμιος]], Μιχαὴλ Σύγγελος εἰς Διον. Ἀρεοπ. 386, 7. | |lstext='''πανεράσμιος''': -α, -ον, ὁ [[πάνυ]] [[ἐράσμιος]], ἢ ὁ κατὰ πάντα [[ἐράσμιος]], Μιχαὴλ Σύγγελος εἰς Διον. Ἀρεοπ. 386, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, Μ<br />εξαιρετικά [[αγαπητός]], [[πολυπόθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐράσμιος]] «[[αξιαγάπητος]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πανεράσμιος: -α, -ον, ὁ πάνυ ἐράσμιος, ἢ ὁ κατὰ πάντα ἐράσμιος, Μιχαὴλ Σύγγελος εἰς Διον. Ἀρεοπ. 386, 7.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Μ
εξαιρετικά αγαπητός, πολυπόθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐράσμιος «αξιαγάπητος»].