παραβλύζω: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(6_13a) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραβλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[ἀποπτύω]], ἐξεμῶ, «εἴ ποτε ἡττηθεὶς οἴνου καὶ παραβλύσας τὸ περιττόν, [[εἶτα]] ὕπνου [[μέτοχος]] γένοιτο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. παραβλύσας· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Φιλόστρ. 796· πρβλ. [[ἀποβλύζω]]. | |lstext='''παραβλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[ἀποπτύω]], ἐξεμῶ, «εἴ ποτε ἡττηθεὶς οἴνου καὶ παραβλύσας τὸ περιττόν, [[εἶτα]] ὕπνου [[μέτοχος]] γένοιτο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. παραβλύσας· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Φιλόστρ. 796· πρβλ. [[ἀποβλύζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[αποπτύω]], [[εξεμώ]], [[βγάζω]] από το [[στόμα]] («παραβλύζειν τοῡ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλύζω]] «[[κοχλάζω]], [[πλημμυρίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
A spirt out, disgorge, π. τὸ περιττὸν [τοῦ οἴνου] Anon. ap. Suid.: c. gen. partit., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Philostr.Im.1.22; κραιπάλης Eun.VSp.462 B.
German (Pape)
[Seite 472] daneben hervorsprudeln lassen, ausspeien, Philostr., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλύζω: μέλλ. -ύσω, ἀποπτύω, ἐξεμῶ, «εἴ ποτε ἡττηθεὶς οἴνου καὶ παραβλύσας τὸ περιττόν, εἶτα ὕπνου μέτοχος γένοιτο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. παραβλύσας· μετὰ γεν. διαιρετ., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Φιλόστρ. 796· πρβλ. ἀποβλύζω.
Greek Monolingual
Α
αποπτύω, εξεμώ, βγάζω από το στόμα («παραβλύζειν τοῡ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλύζω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»].