παραβλάπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
(6_1)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραβλάπτω''': [[βλάπτω]] ἐμμέσως, [[ἐπιφέρω]] βλάβην, Ξεν. Ἐφέσ. 4. 2, Γάλην.
|lstext='''παραβλάπτω''': [[βλάπτω]] ἐμμέσως, [[ἐπιφέρω]] βλάβην, Ξεν. Ἐφέσ. 4. 2, Γάλην.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιφέρω]] [[βλάβη]], [[ζημιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[βλάπτω]] με έμμεσο τρόπο<br /><b>2.</b> [[συντελώ]] στο να επέλθει [[βλάβη]]<br /><b>3.</b> [[εμποδίζω]], [[κωλύω]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλάπτω Medium diacritics: παραβλάπτω Low diacritics: παραβλάπτω Capitals: ΠΑΡΑΒΛΑΠΤΩ
Transliteration A: parabláptō Transliteration B: parablaptō Transliteration C: paravlapto Beta Code: parabla/ptw

English (LSJ)

   A damage incidentally, X.Eph.4.2, Gal.UP13.3 (Pass.), al., Eun.Hist.p.246 D.; φρένες -βεβλαμμέναι EM322.23.    2 help to damage, Vett.Val.56.1.

German (Pape)

[Seite 472] beschädigen, Sp., φρένες παραβεβλαμμέναι, E. M. p. 322, 23.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλάπτω: βλάπτω ἐμμέσως, ἐπιφέρω βλάβην, Ξεν. Ἐφέσ. 4. 2, Γάλην.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
επιφέρω βλάβη, ζημιώνω
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) βλάπτω με έμμεσο τρόπο
2. συντελώ στο να επέλθει βλάβη
3. εμποδίζω, κωλύω.