παππυλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_5)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παππυλιάζω''': ἀντὶ [[ποππυλιάζω]], «τὸ ποππύζειν καὶ ποππυλιάζειν λέγεται Δωρικῶς. Θεόκριτος· «καὶ ἁδύ τι ποππυλιάσδει»· τινὲς δὲ αὐτὸ παππυλιάσδει γράφουσι» Εὐστ. 565, 12.
|lstext='''παππυλιάζω''': ἀντὶ [[ποππυλιάζω]], «τὸ ποππύζειν καὶ ποππυλιάζειν λέγεται Δωρικῶς. Θεόκριτος· «καὶ ἁδύ τι ποππυλιάσδει»· τινὲς δὲ αὐτὸ παππυλιάσδει γράφουσι» Εὐστ. 565, 12.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[παππυλιάζω]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παππυλιάζω Medium diacritics: παππυλιάζω Low diacritics: παππυλιάζω Capitals: ΠΑΠΠΥΛΙΑΖΩ
Transliteration A: pappyliázō Transliteration B: pappyliazō Transliteration C: pappyliazo Beta Code: pappulia/zw

English (LSJ)

   A v.l. for ποππ- (q. v.).

German (Pape)

[Seite 466] = ποππυλιάζω, Eust. 565, 12.

Greek (Liddell-Scott)

παππυλιάζω: ἀντὶ ποππυλιάζω, «τὸ ποππύζειν καὶ ποππυλιάζειν λέγεται Δωρικῶς. Θεόκριτος· «καὶ ἁδύ τι ποππυλιάσδει»· τινὲς δὲ αὐτὸ παππυλιάσδει γράφουσι» Εὐστ. 565, 12.

Greek Monolingual

Α
βλ. παππυλιάζω.