παραίσιος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(Autenrieth)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[αἶσα]]): [[unlucky]], [[adverse]], Il. 4.381†.
|auten=([[αἶσα]]): [[unlucky]], [[adverse]], Il. 4.381†.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[φορέας]] κακών οιωνών, [[δυσοίωνος]] («ἀλλὰ [[Ζεὺς]] ἔτρεψε παραίσια σήματα [[φαίνων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. [[παρά]] <i>τήν αἴσαν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίσιος Medium diacritics: παραίσιος Low diacritics: παραίσιος Capitals: ΠΑΡΑΙΣΙΟΣ
Transliteration A: paraísios Transliteration B: paraisios Transliteration C: paraisios Beta Code: parai/sios

English (LSJ)

ον,

   A of ill omen, σήματα Il.4.381 (παραίσιμα Hsch.), cf. Call.Hec.1.3.4.

German (Pape)

[Seite 480] von unglücklicher Vorbedeutung, σήματα, Il. 4, 381.

Greek (Liddell-Scott)

παραίσιος: -ον, ὁ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, σήματα Ἰλ. Δ. 381.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mauvais augure.
Étymologie: παρά, αἶσα.

English (Autenrieth)

(αἶσα): unlucky, adverse, Il. 4.381†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που είναι φορέας κακών οιωνών, δυσοίωνος («ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. παρά τήν αἴσαν + επίθημα -ιος].