παράκαιρος: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καιρός]]. | |btext=ος, ον :<br />intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καιρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παράκαιρος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη [[στιγμή]] ή αυτός που γίνεται με [[καθυστέρηση]], [[άκαιρος]], όψιμος, [[καθυστερημένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παράκαιρα</i> / <i>παρακαίρως</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε ακατάλληλη [[στιγμή]], άκαιρα<br /><b>2.</b> με [[καθυστέρηση]], εκπρόθεσμα<br /><b>αρχ.</b><br />περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = foreg., Epich.260, Men.Mon.217, Clearch. 5, Luc.Nigr.31;
A τὸ π. Lib.Or.64.100. Adv. -ρως immoderately, Isoc. 1.9.
German (Pape)
[Seite 481] = Vorigem, Luc. Nigr. 31 (richtiger παρὰ καιρόν); nach B. A. 112, 26 = ἄκαιρος, aus Epicharm. καὶ μάταιος τρυφή, Ath. XII, 514 d. – Adv. zur Unzeit, πλοῦτον ἀγαπᾶν, Isocr. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
παράκαιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ παρὰ τὸν καιρόν, ὁ μὴ ἐν δέοντι καιρῷ γιγνόμενος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 112, 16, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 217, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 514D, Λουκ. Νιγρ. 31. Ἐπίρρ. -ρως, ὑπερμέτρως, οὐδὲ τὸν πλοῦτον παρακαίρως ἠγάπα Ἰσοκρ. 2Ε· - οὕτως ἐν τῷ ποιητικ. τύπῳ, παρακαίρια ῥέζων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.
Étymologie: παρά, καιρός.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράκαιρος, -ον, ΝΑ
αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος.
επίρρ...
παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ
νεοελλ.
1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα
2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα
αρχ.
περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καιρός.