παρανεύω: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(6_2)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρανεύω''': [[νεύω]], [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], Ἱππιατρ.
|lstext='''παρανεύω''': [[νεύω]], [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], Ἱππιατρ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[γέρνω]] [[πότε]] στο ένα και [[πότε]] στο [[άλλο]] [[μέρος]], [[εκτελώ]] παλινδρομική [[κίνηση]], ταλαντεύομαι («παρανεύουσα [[ατμομηχανή]]» — [[μηχανή]] [[χωρίς]] διωστήρα της οποίας ο [[κύλινδρος]] κινείται ελεύθερα [[γύρω]] από δύο στροφείς οι οποίοι στηρίζονται σε έδρανα)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[νεύω]], [[κλίνω]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανεύω Medium diacritics: παρανεύω Low diacritics: παρανεύω Capitals: ΠΑΡΑΝΕΥΩ
Transliteration A: paraneúō Transliteration B: paraneuō Transliteration C: paraneyo Beta Code: paraneu/w

English (LSJ)

   A incline to one side, Hippiatr.33 ; παρανενευκότα τοὺς ὀφθαλμούς Anatoliusin Cat.Cod.Astr.8(3).188.

Greek (Liddell-Scott)

παρανεύω: νεύω, κλίνω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
(αμτβ.) γέρνω πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος, εκτελώ παλινδρομική κίνηση, ταλαντεύομαι («παρανεύουσα ατμομηχανή» — μηχανή χωρίς διωστήρα της οποίας ο κύλινδρος κινείται ελεύθερα γύρω από δύο στροφείς οι οποίοι στηρίζονται σε έδρανα)
μσν.-αρχ.
νεύω, κλίνω προς το άλλο μέρος.