παραμασήτης: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
(6_19)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμᾰσήτης''': -ου, ὁ, ([[μασάομαι]]) ὁ κατὰ τὴν μάσησιν [[σύντροφος]], ὡς τὸ [[παράσιτος]], Ἄλεξις ἐν «Τροφονίῳ» 3, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 6· - οὕτω παραμᾰσύντης, ου, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4, 8, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1.
|lstext='''παραμᾰσήτης''': -ου, ὁ, ([[μασάομαι]]) ὁ κατὰ τὴν μάσησιν [[σύντροφος]], ὡς τὸ [[παράσιτος]], Ἄλεξις ἐν «Τροφονίῳ» 3, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 6· - οὕτω παραμᾰσύντης, ου, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4, 8, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[σύντροφος]] σε [[τραπέζι]], συνδαιτημόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μασῶμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμᾰσήτης Medium diacritics: παραμασήτης Low diacritics: παραμασήτης Capitals: ΠΑΡΑΜΑΣΗΤΗΣ
Transliteration A: paramasḗtēs Transliteration B: paramasētēs Transliteration C: paramasitis Beta Code: paramash/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (μασάομαι)

   A trencher-companion, parasite, Alex.236, Timocl.9.6.

German (Pape)

[Seite 489] ὁ, Mitkauer, komisch = παράσιτος, Alexis bei Ath. VI, 242 c u. A.

Greek (Liddell-Scott)

παραμᾰσήτης: -ου, ὁ, (μασάομαι) ὁ κατὰ τὴν μάσησιν σύντροφος, ὡς τὸ παράσιτος, Ἄλεξις ἐν «Τροφονίῳ» 3, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 6· - οὕτω παραμᾰσύντης, ου, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4, 8, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σύντροφος σε τραπέζι, συνδαιτημόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μασῶμαι].