παρεναλλαγή: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_9) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεναλλαγή''': ἡ, [[ἀλλοίωσις]] ἢ διαστροφὴ [[ἕνεκα]] ἐξαρθρώσεως, κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παραλλαγὴ γινομένη [[δυσαποκατάστατος]] Γαλην. τ. 14, σ. 796, 19. | |lstext='''παρεναλλαγή''': ἡ, [[ἀλλοίωσις]] ἢ διαστροφὴ [[ἕνεκα]] ἐξαρθρώσεως, κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παραλλαγὴ γινομένη [[δυσαποκατάστατος]] Γαλην. τ. 14, σ. 796, 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[παρεναλλάσσω]]<br />η [[αλλαγή]], [[αλλοίωση]] ή [[διαστροφή]] εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῑα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη [[δυσαποκατάστατος]]», <b>Γαλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A dislocation, Gal.14.796.
German (Pape)
[Seite 515] ἡ, Umänderung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
παρεναλλαγή: ἡ, ἀλλοίωσις ἢ διαστροφὴ ἕνεκα ἐξαρθρώσεως, κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παραλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος Γαλην. τ. 14, σ. 796, 19.
Greek Monolingual
ἡ, Α παρεναλλάσσω
η αλλαγή, αλλοίωση ή διαστροφή εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῑα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος», Γαλ.).