παρεμποδίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεμποδίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[γίνομαι]] ἐμπόδιον, τινὶ Λουκ. Ἔρωτες 25· Ἄννα Κομν. 2. 148· ἀπολ., Γαλην.· - οὐσιαστ., παρεμποδισμός, οῦ, ὁ, Ἐρωτιαν., Γαλην. | |lstext='''παρεμποδίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[γίνομαι]] ἐμπόδιον, τινὶ Λουκ. Ἔρωτες 25· Ἄννα Κομν. 2. 148· ἀπολ., Γαλην.· - οὐσιαστ., παρεμποδισμός, οῦ, ὁ, Ἐρωτιαν., Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[εμπόδιο]] ή [[προκαλώ]] εμπόδια [[παρακωλύω]] («παρεμποδίζει την πρόοδο της εργασίας)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρεμποδίζομαι</i><br />παρακωλύομαι («παρεμποδίζεται η [[εργασία]]») | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be a hindrance, τινι Luc.Am.15 : abs., Gal.4.504, 10.63.
German (Pape)
[Seite 515] wie ἐμποδίζω, im Wege sein, hinderlich sein, τινί, Luc. Amor. 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμποδίζω: ὡς καὶ νῦν, γίνομαι ἐμπόδιον, τινὶ Λουκ. Ἔρωτες 25· Ἄννα Κομν. 2. 148· ἀπολ., Γαλην.· - οὐσιαστ., παρεμποδισμός, οῦ, ὁ, Ἐρωτιαν., Γαλην.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. γίνομαι εμπόδιο ή προκαλώ εμπόδια παρακωλύω («παρεμποδίζει την πρόοδο της εργασίας)
2. παθ. παρεμποδίζομαι
παρακωλύομαι («παρεμποδίζεται η εργασία»)