πασχητιασμός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6_15) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πασχητιασμός''': ὁ, τὸ [[πάθος]] τοῦ πασχητιῶντος, δηλ. τοῦ κιναίδου, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 32, Κλήμ. Ἀλ. 222. | |lstext='''πασχητιασμός''': ὁ, τὸ [[πάθος]] τοῦ πασχητιῶντος, δηλ. τοῦ κιναίδου, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 32, Κλήμ. Ἀλ. 222. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />σφοδρή [[επιθυμία]] για [[παρά]] φύσιν σαρκική [[μίξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πασχητιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ασμός]] [[κατά]] τα παράγωγα τών ρημάτων σε -<i>άζω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A unnatural lust, Luc.Gall.32.
German (Pape)
[Seite 532] ὁ, Luft und Trieb zum Beischlafe, bes. zur Päderastie; Luc. Gall. 32; Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
πασχητιασμός: ὁ, τὸ πάθος τοῦ πασχητιῶντος, δηλ. τοῦ κιναίδου, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 32, Κλήμ. Ἀλ. 222.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σφοδρή επιθυμία για παρά φύσιν σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πασχητιῶ + κατάλ. -ασμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε -άζω].