πατητής: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
(6_19) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ πατητηρίῳ πατῶν τὰς σταφυλάς, «πατηταὶ οἱ τραπηταὶ» Ἡσύχ., ἴδε [[τραπητής]]. | |lstext='''πᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ πατητηρίῳ πατῶν τὰς σταφυλάς, «πατηταὶ οἱ τραπηταὶ» Ἡσύχ., ἴδε [[τραπητής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[πατώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που πατάει τα σταφύλια στο [[πατητήρι]] για να βγει το [[γλεύκος]], ο [[μούστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συσκευάζει με [[συμπίεση]] ξηρούς καρπούς, [[βαμβάκι]], άχυρα κ.ά. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who treads grapes, POxy. 1340 (i A.D.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 535] ὁ, der Trauben, Oliven oder andere Früchte Zertretende, Kelternde, Hesych. erkl. τραπηταί.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ πατητηρίῳ πατῶν τὰς σταφυλάς, «πατηταὶ οἱ τραπηταὶ» Ἡσύχ., ἴδε τραπητής.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πατώ
1. αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι για να βγει το γλεύκος, ο μούστος
2. αυτός που συσκευάζει με συμπίεση ξηρούς καρπούς, βαμβάκι, άχυρα κ.ά.