παυρίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_4) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παυρίδιος''': -α, -ον, = [[παῦρος]], π. ἐπὶ χρόνον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132. | |lstext='''παυρίδιος''': -α, -ον, = [[παῦρος]], π. ἐπὶ χρόνον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίη, -ον, Α<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]], [[λίγος]], [[βραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]]. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα [[επίσης]] χρονικά <i>ἀΐδιος</i>, [[αἰφνίδιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐδ], η, ον,
A = παῦρος, π. ἐπὶ χρόνον Hes. Op. 133.
German (Pape)
[Seite 537] poet. statt παῦρος, wenig, von der Zeit, Hes. O. 135, im neutr. παυρίδιον als adv., ein klein wenig.
Greek (Liddell-Scott)
παυρίδιος: -α, -ον, = παῦρος, π. ἐπὶ χρόνον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α
υποκορ. μικρός, λίγος, βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος + επίθημα -ίδιος. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί κατά τα επίσης χρονικά ἀΐδιος, αἰφνίδιος.