πεδαωριστής: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_19) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεδᾱωριστής''': -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ [[μετεωριστής]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πεδαοριστής : «πεδαοριστής· [[ἵππος]] φρυ(α)γματίας καὶ [[μετεωριστής]]»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει. | |lstext='''πεδᾱωριστής''': -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ [[μετεωριστής]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πεδαοριστής : «πεδαοριστής· [[ἵππος]] φρυ(α)γματίας καὶ [[μετεωριστής]]»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πεδωριστής]] και πιθ. τ. [[πεδαοριστής]], ὁ, Α<br />(αιολ. ή δωρ. τ.) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]] που πηδά με [[υπερηφάνεια]], [[μετεωριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ. ή δωρ. τ. του [[μετεωριστής]] με [[αντικατάσταση]] του [[μετά]] από [[πεδά]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεω- ριστής, Hsch. (fort.πεδαορ-). πεδεινός,
A v. πεδιεινός. πεδέπω, Aeol. = μεθέπω (q.v.). πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι 111, IV. 5 : aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id. ; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). πέδευρα· ὕστερα (Lacon.), Id., and πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω (Lacon.), Id.
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, dor. statt μετεωριστής, ἵππος, ein sich bäumendes Pferd, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πεδᾱωριστής: -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μετεωριστής, Ἡσύχ. (ἔνθα πεδαοριστής : «πεδαοριστής· ἵππος φρυ(α)γματίας καὶ μετεωριστής»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει.
Greek Monolingual
και πεδωριστής και πιθ. τ. πεδαοριστής, ὁ, Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ίππος που πηδά με υπερηφάνεια, μετεωριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. ή δωρ. τ. του μετεωριστής με αντικατάσταση του μετά από πεδά].