πεδοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui foule le sol, qui marche sur le sol.<br />'''Étymologie:''' [[πέδον]], [[στείβω]].
|btext=ής, ές :<br />qui foule le sol, qui marche sur le sol.<br />'''Étymologie:''' [[πέδον]], [[στείβω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει [[πάνω]] στη γη, που [[πατά]] τη γη<br /><b>2.</b> ο [[πεζός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]], [[βαδίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιο</i>-<i>στιβής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πεδοστῐβής Medium diacritics: πεδοστιβής Low diacritics: πεδοστιβής Capitals: ΠΕΔΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: pedostibḗs Transliteration B: pedostibēs Transliteration C: pedostivis Beta Code: *pedostibh/s

English (LSJ)

ές,

   A earth-treading, opp. πτεροῦς, A.Supp.1000 ; ὄχος, πούς, E. Med.1123, Hel.1516 ; ηὕδομεν πεδοστιβεῖς Id.Rh.763 (s.v.l.).    2 on foot, opp. ἱππηλάτης, λεώς A.Pers.127 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] ές, den Boden betretend; λεώς, im Ggstz der Reiter, Aesch. Pers. 125; κνώδαλα, im Ggstz der πτεροῦντα, der Vögel, Suppl. 978; ὄχος, Eur. Med. 1123, auf dem Lande; πούς, Hel. 1532; auch εὕδομεν πεδοστιβεῖς, auf der Erde, Rhes. 763; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πεδοστῐβής: -ές, ὁ πατῶν τὴν γῆν, ἀντίθετον τῷ πτεροῦς, Αἰσχ. Ἱκέτ. 1000· ὄχος, ποὺς Εὐρ. Μήδ. 1123, Ἑλ. 1516· εὕδειν π. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 763· - πεζὸς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱππηλάτης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 127.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui foule le sol, qui marche sur le sol.
Étymologie: πέδον, στείβω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που βαδίζει πάνω στη γη, που πατά τη γη
2. ο πεζός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. ηλιο-στιβής].