πείραμα: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(a) |
(31) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] τό, Versuch, Versuchung. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] τό, Versuch, Versuchung. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πείρᾱμα''': τό, [[πειρασμός]], Ἐκκλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜ [[πειρώμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πρόκληση]], [[αναπαραγωγή]] διαφόρων φυσικών, φυσιολογικών ή ψυχικών φαινομένων από τον άνθρωπο με σκοπό τη [[μελέτη]] και [[εξακρίβωση]] της φύσεως και των νόμων της εξελίξεώς τους και την [[ανεύρεση]] της αιτίας που τά προκαλεί<br /><b>2.</b> δοκιμαστική [[προσπάθεια]] με σκοπό την [[επίτευξη]] ενός σκοπού, [[απόπειρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έμπρακτη [[δοκιμή]], πρακτική [[δοκιμασία]], [[πειραματισμός]]<br /><b>2.</b> [[πειρασμός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 545] τό, Versuch, Versuchung.
Greek (Liddell-Scott)
πείρᾱμα: τό, πειρασμός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
το, ΝΜ πειρώμαι
νεοελλ.
1. η πρόκληση, αναπαραγωγή διαφόρων φυσικών, φυσιολογικών ή ψυχικών φαινομένων από τον άνθρωπο με σκοπό τη μελέτη και εξακρίβωση της φύσεως και των νόμων της εξελίξεώς τους και την ανεύρεση της αιτίας που τά προκαλεί
2. δοκιμαστική προσπάθεια με σκοπό την επίτευξη ενός σκοπού, απόπειρα
μσν.
1. έμπρακτη δοκιμή, πρακτική δοκιμασία, πειραματισμός
2. πειρασμός.