πεμφρηδών: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />sorte de guêpe <i>ou</i> d’abeille, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τενθρηδών]].
|btext=όνος (ἡ) :<br />sorte de guêpe <i>ou</i> d’abeille, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τενθρηδών]].
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[είδος]] σφήγκας η οποία κατασκευάζει τις κυψέλες της [[μέσα]] σε κοίλες [[δρυς]] ή [[κάτω]] από τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>πεμ</i>-<i>φρ</i>-<i>ηδών</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>περ</i>-<i>φρ</i>-<i>ηδών</i>, <b>πρβλ.</b> <i>τενθρ</i>-<i>ηδών</i>, <i>ανθρ</i>-<i>ηδών</i>) με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>- σε -<i>μ</i>-, συνδέεται με διάφορους τύπους εκφραστικούς θορύβων: αρμ. <i>bor</i>, σερβοκροατ. <i>bumbar</i>, αρχ. ινδ. <i>bambhara</i>- «[[μέλισσα]]», αρχ. άνω γερμ. <i>bremar</i> και λατ. <i>fremo</i> «[[βομβώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[βρέμω]])].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμφρηδών Medium diacritics: πεμφρηδών Low diacritics: πεμφρηδών Capitals: ΠΕΜΦΡΗΔΩΝ
Transliteration A: pemphrēdṓn Transliteration B: pemphrēdōn Transliteration C: pemfridon Beta Code: pemfrhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, a kind of

   A wasp that builds in hollow oaks, Nic. Al.183 (cf. Sch.), Th. 812 ; cf. τενθρηδών, ἀνθρηδών.

German (Pape)

[Seite 554] όνος, ἡ, wie τενθρηδών, eine Wespenart, die in hohlen Eichen wohnt und Wachszellen mit Honig bau't, nach Andern bau'te sie unter der Erde, Nic. Al. 183 Th. 812, wo die Scholl. zu vgl., u. Arist. H. A. 9, 43.

Greek (Liddell-Scott)

πεμφρηδών: -όνος, ἡ, εἶδος σφηκὸς σχηματίζοντος τὰς ἑαυτοῦ κυψέλας ἐντὸς τῶν κοίλων δρυῶν ἢ ὑπὸ τὴν γῆν, Νικ. Ἀλεξ. 183, Θ. 812· πρβλ. τενθρηδών, ἀνθρηδών.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
sorte de guêpe ou d’abeille, insecte.
Étymologie: cf. τενθρηδών.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
είδος σφήγκας η οποία κατασκευάζει τις κυψέλες της μέσα σε κοίλες δρυς ή κάτω από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεμ-φρ-ηδών (< περ-φρ-ηδών, πρβλ. τενθρ-ηδών, ανθρ-ηδών) με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ- σε -μ-, συνδέεται με διάφορους τύπους εκφραστικούς θορύβων: αρμ. bor, σερβοκροατ. bumbar, αρχ. ινδ. bambhara- «μέλισσα», αρχ. άνω γερμ. bremar και λατ. fremo «βομβώ» (βλ. και λ. βρέμω)].