πελαγοδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(eksahir) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[que sobrevuela el mar]] | |esgtx=[[que sobrevuela el mar]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο / [[πελαγοδρόμος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, [[θαλασσοπόρος]], [[ποντοπόρος]] («[[νηῶν]] πελαγοδρόμων [[ἄστατος]] [[ὁρμή]]», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πελαγοδρόμος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις [[πάνω]] από θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πετάει [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας («[[πελαγοδρόμος]] [[ἱέραξ]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλαγος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A sailing on the sea, Orph.H.74.5 ; flying over the sea, ἱέραξ PMag.Par.1.2590.
German (Pape)
[Seite 548] in od. auf dem hohen Meere laufend, Orph. H. 73, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πελᾰγοδρόμος: -ον, ὁ διαπλέων τὸ πέλαγος, Ὀρφ. Ὕμν. 73. 5.
Spanish
Greek Monolingual
-ο / πελαγοδρόμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, θαλασσοπόρος, ποντοπόρος («νηῶν πελαγοδρόμων ἄστατος ὁρμή», Ορφ. Ύμν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πελαγοδρόμος
ζωολ. γένος στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις πάνω από θάλασσες
αρχ.
αυτός που πετάει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας («πελαγοδρόμος ἱέραξ», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + -δρόμος (< δρόμος)].