περικόπτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(32) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικόπτης''': -ου, ὁ, [[κλέπτης]], «περικόπται: κλῶπες» Φώτ. σ. 418, 6, Πόρσων, «περικόπται· κλῶπες, λησταὶ» Ἡσύχ. | |lstext='''περικόπτης''': -ου, ὁ, [[κλέπτης]], «περικόπται: κλῶπες» Φώτ. σ. 418, 6, Πόρσων, «περικόπται· κλῶπες, λησταὶ» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[περικόπτω]]<br /><b>1.</b> [[τέκτονας]], [[κτίστης]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) «[[κλώψ]], [[λῃστής]]». | |||
}} | }} |